σταδιοδρομης

σταδιοδρομης
    σταδιοδρόμης
    στᾰδιοδρόμης
    -ου ὅ Arst. = σταδιοδρόμος См. σταδιοδρομος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σταδιοδρομης" в других словарях:

  • σταδιοδρόμης — masc nom sg σταδιοδρομέω run in the stadium imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιοδρόμης — ου, ὁ, Α ο σταδιοδρόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταδιοδρόμος, κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • σταδιοδρομῶν — σταδιοδρόμης masc gen pl σταδιοδρομέω run in the stadium pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»